Εξερευνώντας το Διδυμότειχο....

Το Διδυμότειχο (τουρκικά: Dimetoka, Ντιμετόκα) είναι πόλη της Θράκης με πληθυσμό 9.263 κατοίκους,έδρα του ομώνυμου δήμου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Βρίσκεται σε απόσταση 85 χιλιομέτρων από την Αλεξανδρούπολη και 2 χιλιομέτρων από τα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία. Σύμφωνα με μια θεωρία, το όνομά της το πήρε από τα διπλά τείχη του Κάστρου (που ονομάζεται και Καλέ), ενώ σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, το όνομα οφείλεται στις δύο αντικριστές οχυρωμένες πόλεις (οι δύο οχυρώσεις, η μία στο σημερινό Καλέ και η άλλη στον απέναντι λόφο, της Αγίας Πέτρας, που τον 3ο μ.Χ. εξυπηρετούσαν τους Ρωμαίους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν βαρβαρικές επιδρομές). Παλαιότερα η ρωμαϊκή πόλη Πλωτινόπολη βρισκόταν στον λόφο της Αγίας Πέτρας, όπου τα τελευταία χρόνια γίνονται αρχαιολογικές ανασκαφές και προσπάθεια ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου.
Σώζονται ακόμα τα δεσμωτήρια, όπου είχε φυλακιστεί ο βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος ΙΒ' το 1713 από τους Οθωμανούς.Το Τέμενος Βαγιαζήτ (Μεχμέτ Α') στην πλατεία της πόλης θεωρείται ένα από τα πιό μεγαλόπρεπα οθωμανικά τεμένη στην Ευρώπη και εγκαινιάστηκε το 1420.
Το Διδυμότειχο είναι χτισμένο στη συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροπόταμου, 950 χλμ ΒΑ της Αθήνας και 40 από τα βουλγαρικά σύνορα. Ο Έβρος, φυσικό σύνορο της χώρας με την Τουρκία, ορίζει την πόλη ανατολικά και σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από 1 χλμ., ενώ ο Ερυθροπόταμος σχηματίζει τα δυτικά και νότια όριά της. Η σύγχρονη οικιστική εικόνα είναι αποτέλεσμα διαδοχικών επεκτάσεων του αρχικού ιστορικού πυρήνα της ακρόπολης που στεγάζει και σήμερα την παλιά πόλη, στην κορυφή του ασβεστολιθικού λόφου που ονομάζουμε «Καλέ» ή «Κάστρο». Ο λόφος αυτός μαζί με τον μικρότερο της Αγίας Πέτρας αποτελούν το δυτικό και νοτιοανατολικό αντίστοιχα όριο οικοδομικής εξάπλωσης του Διδυμοτείχου.
Το Διδυμότειχο είναι έδρα της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, με τον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας Ελευθερώτριας στο κέντρο της πόλης.Επίσης στην πόλη έχει έδρα η Μουφτεία Διδυμότειχου.



Αρχαιολογικά ευρήματα (κεραμικά, λίθινα) στο λόφο της Αγίας Πέτρας, όπως και στο δυτικό άκρο του Κάστρου, καταδεικνύουν ότι η ιστορία του Διδυμότειχου ξεκινά την Νεολιθική περίοδο. Από την εποχή του σιδήρου, Θρακικά φύλα εγκαταστάθηκαν στους δύο λόφους. Ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι κατά την Ελληνιστική εποχή ήταν οικισμός με ευημερία.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, στη θέση του αρχαίου πολίσματος στο ανατολικό άκρο του σημερινού Διδυμότειχου (στο λόφο της «Αγίας Πέτρας»), ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός ίδρυσε μια πόλη ελληνικού τύπου («πόλη-κράτος»), η οποία ονομάστηκε Πλωτινούπολη προς τιμή της συζύγου του Πλωτίνας. Στα χρόνια του Διοκλητιανού (Τετραρχίας) η πόλη οχυρώθηκε με τείχος, που ο περίβολός του περιέκλειε και τους δυο λόφους, δηλαδή του Διδυμότειχου και της «Αγίας Πέτρας». Φαίνεται πως βασικό κριτήριο για την επιλογή αυτή του Τραϊανού, στο πλαίσιο της αστικής του πολιτικής, ήταν η εξαιρετικά στρατηγική της θέση, καθώς από τους λόφους, όπου ήταν χτισμένη, δέσποζε δυτικά σε ολόκληρη την κοιλάδα του Ερυθροπόταμου και βόρεια στον εύφορο και εκτεταμένο κάμπο της σημερινής Ορεστιάδας, που είχαν συμπεριληφθεί μέσα στα όρια της «χώρας» της. Εξάλλου, η πόλη έλεγχε ένα σπουδαίο πέρασμα του Ερυθροπόταμου, απ' όπου περνούσε υποχρεωτικά ο ρωμαϊκός δρόμος (παρακλάδι της Εγνατίας) που οδηγούσε στη μέση και άνω κοιλάδα του Έβρου ποταμού, ενώ μια διακλάδωσή του έφερνε στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Από τους αγροτικούς οικισμούς που βρίσκονταν μέσα στα όρια της επικράτειας («χώρας») της Πλωτινούπολης έχουν επισημανθεί πολύ λίγες, μέχρι σήμερα, θέσεις, όπως στην Ορεστιάδα, καθώς και κοντά στα σημερινά χωριά Αμόριο, Βρυσικά-Κυανή, Λάδη, Νεοχώρι και Κόμαρα-Πλάτη.



              Καλιόπορτες ή Καλέπορτες ή Νερόπορτες είναι οι πύλες του κάστρου του Διδυμοτείχου που βρίσκονται στη νότια πλευρά του , δίπλα στην πρώτη γέφυρα του Ερυθροποτάμου.
Διασώζονται δύο πύλες η εσωτερική και η εξωτερική. Η εσωτερική αποτελεί παλαιοχριστιανική κατασκευή ενώ η εξωτερική μια πρώιμη οθωμανική κατασκευή γύρω στο 1400 μ.Χ.






                                                 Βυζαντινό Κάστρο του Διδυμοτείχου

Μετά τον 7ο αιώνα η Πλωτινούπολις εγκαταλείφθηκε και η βυζαντινή πόλη αναπτύχθηκε στο λόφο του Καλέ (Κάστρο). Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το Διδυμότειχο και το Κάστρο είχε σημαντική γεωστρατηγική θέση και μετά το 1261 γίνεται από τις σημαντικότερες πόλεις της Θράκης. Είναι η γενέτειρα του Ιωάννη Γ΄του Βατάτζη και του Ιωάννη Ε΄του Παλαιολόγου και έδρα των αυτοκρατόρων Ιωάννη του Γ΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη του Στ΄ Καντακουζηνού στους εμφύλιους πολέμους το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Στο Κάστρο διατηρούνται σήμερα 24 πύργοι και μεταβυζαντινοί ναοί. Σε κάποιος πύργους υπάρχουν μονογράμματα βυζαντινών αυτοκρατόρων και διακοσμητικά μοτίβα. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν διασκορπισμένες λαξευμένες σπηλιές οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών.Κατά την Οθωμανική αυτοκρατορία μέσα στο κάστρο διέμενε η χριστιανική κοινότητα (Έλληνες στην πλειοψηφία, Βούλγαροι και Αρμένιοι) ενώ η μουσουλμανική κοινότητα κατοικούσε στην "κάτω πόλη", έξω από το κάστρο.




 To Διδυμότειχο κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες πόλεις και πολλές φορές είχε καταστεί διοικητική και στρατιωτική βάση της Αυτοκρατορίας.
Ο λόφος του Καλέ παρείχε έλεγχο ολόκληρης της περιοχής καθώς και μεγαλύτερη ασφάλεια σε σχέση με τον λόφο της Αγίας Πέτρας. Για το λόγο αυτό, τον 6ο μ.Χ. αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την οχύρωσε.
Μετά τον 7ο αιώνα εγκαταλείπεται η Πλωτινούπολη και αναπτύσσεται η Βυζαντινή οχύρωση στο λόφο του Κάστρου. Σημαντικό σταθμό αποτελεί η γέννηση του μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης το 1193 στο Διδυμότειχο. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η πόλη γίνεται πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τρεις φορές, ενώ το 1341, ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός επέλεξε το Διδυμότειχο για να στεφτεί αυτοκράτορας και να διαδεχτεί τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Η στέψη του αυτοκράτορα έγινε με κάθε επισημότητα στις 26 Οκτωβρίου του 1341 στο ναό του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη (σήμερα Αρμένικη).




 Tο κάστρο διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του, τα βυζαντινά τείχη του, έχουν μήκος 1 χ.λ.μ και το ύψος τους φτάνει τα 12 μέτρα, με τους πύργους του 24 στο σύνολο, κάποιοι από τους οποίους φέρουν μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα.
Μέσα στο κάστρο υπάρχουν διασκορπισμένες λαξευμένες σπηλιές οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών. Κατά τον ιστορικό Προκόπιο, η ανακατασκευή των τειχών του Διδυμοτείχου έγινε επί Ιουστινιανού και η μετέπειτα ενίσχυσή τους, επί Κωνσταντίνου Ε’ το 751. Ο Κωνσταντίνος Ταρχανειώτης, ενίσχυσε εκ' νέου τα τείχη το 1303. Στο Κάστρο διατηρούνται σήμερα 24 πύργοι και μεταβυζαντινοί ναοί. Σε κάποιος πύργους υπάρχουν μονογράμματα Bυζαντινών Aυτοκρατόρων και διακοσμητικά μοτίβα. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν διασκορπισμένες λαξευμένες σπηλιές οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως τμήματα κατοικιών.
Το κάστρο συνοδεύουν αρκετοί μύθοι, ένας από τους πιο ξακουστούς είναι αυτός των Σαράντα Καμάρων.





                                                             Ναός Σωτήρος Χριστού
Ο Ναός Σωτήρος Χριστού κτίσθηκε το έτος 1846 πάνω σε προγενέστερο κτίσμα, αυτό της βυζαντινής μονής του Σωτήρος Χριστού. Είναι τρίκλιτος με διπλή κιονοστοιχία από λίθινους κίονες. Το καμπαναριό είναι κτισμένο επί βυζαντινού πύργου και ανεγέρθηκε το 1873. Στον ναό φυλάσσονται δύο σημαντικές βυζαντινές εικόνες του 13ου και του 14ου αιώνα. Μια αμφιπρόσωπη εικόνα (1300 -1350) στην οποία απεικονίζονται η Σταύρωση και η Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος η επονομαζόμενη Διδυμοτειχίτισσα, η οποία αποτελεί δώρο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ' Παλαιολόγου. Η δεύτερη εικόνα είναι η δεσποτική του Σωτήρος Χριστού (αρχές του 1200), και αυτή αμφιπρόσωπη. Στην πίσω πλευρά σώζονται τμήματα από την παράσταση της αποκαθήλωσεως. Λιτανεύεται κατά τη γιορτή της Πεντηκοστής, στο Καλέ-Παναΐρ, σύμφωνα με παλαιά βυζαντινή παράδοση. Και οι δύο εικόνες φυλάσσονται σήμερα, ύστερα από την προσφατη συντηρησή τους, στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου. Ο Ναός είναι κτισμένος πάνω σε προγενέστερο κτίσμα, αυτό της βυζαντινής μονής του Σωτήρος Χριστού.


                                                Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Αθανασίου
Ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Αθανασίου χρονολογείται από το 1834 και κτίστηκε στη θέση βυζαντινού ναού. Βρίσκεται μέσα στο κάστρο, δίπλα στο μητροπολιτικό μέγαρο και σε μικρή απόσταση από το βυζαντινό τείχος. Είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα και εντός του ναού υπάρχει περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1835. Δίπλα στη βόρεια πλευρά του ναού, σώζονται κτιριακά κατάλοιπα σημαντικού μοναστηριακού συγκροτήματος που περιλαμβάνουν ένα επίμηκες ταφικό παρεκκλήσι, μια στενή αυλή και δύο δεξαμενές. Θεωρείται πως κτίσθηκε επί της βυζαντινής μονής της Παναγίας Οδηγήτριας. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε σημείο μαρτυρίου του οσιομάρτυρος αγίου Ιακώβου το 1519 αλλά και του οσιομάρτυρος αγίου Παρθενίου, ο οποίος αφού έζησε οσιακά στην Ικαρία και την Πάτμο, ευρισκόμενος ως πνευματικός στο Διδυμότειχο τυφεκίσθηκε στην είσοδο του Μητροπολιτικού Ναού από Οθωμανό στις 5 Μαρτίου 1805.






                                                                 Ερυθροπόταμος
Ο Ερυθροπόταμος (βουλγαρικά: Луда река, προφ Λούντα Ρέκα- που σημαίνει τρελός ποταμός), είναι ποταμός της Θράκης, που πηγάζει από την Ελλάδα και έπειτα από μία σύντομη διαδρομή μέσω της Βουλγαρίας, καταλήγει στον ποταμό Έβρο στα νότια του Διδυμότειχου στην Ελλάδα. Στα τουρκικά, ο ποταμός αναφέρεται ως Κιουζούλντελι (τουρκικά: Küzüldeli). Ο Ερυθροπόταμος, ο οποίος αποτελέι παραπόταμο του ποταμού Έβρου, πηγάζει από την ανατολική Ροδόπη, και συγκεκριμένα από το όρος Σάπκα, ανάμεσα στις περιφερειακές ενότητες Έβρου και Ροδόπης κοντά στο Μέγα Δέρειο. Έπειτα ο ποταμός, περνά τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα εντός της επαρχίας Χασκόβου κοντά στο Γκόρνο Λούκοβο. Εν συνεχεία, στο βουλγαρικό έδαφος, περνά δίπλα από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο για κάποια χιλιόμετρα και εισέρχεται στην Ελλάδα στο ύψος των οικισμών Σκιβ Κλαντένετς και Αλεποχωρίου, περνά από τους οικισμούς Λάδη, Μάνη και Κουφόβουνο, και εκχέεται στον ποταμό Έβρο νότια του Διδυμότειχου. Ο μεγαλύτερος παραπόταμός του είναι ο Ασπροπόταμος (βουλγαρικά: Бяла река, προφ Μπιάλα Ρέκα), που διαρρέει σε όλο το μήκος του το βουλγαρικό έδαφος και εκχέεται στον Ερυθροπόταμο κοντά στο χωριό Οντρίντσι της επαρχίας Χασκόβου























Ανάμεσα σε σπίτια λαϊκά, αρχοντικά, νεοκλασικίζοντα, εκλεκτιστικά, προσφυγικά, όλα με υπέροχες αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές λεπτομέρειες

 Κατά την οθωμανική περίοδο, το Διδυμότειχο γίνεται η πρώτη οθωμανική πρωτεύουσα σε ευρωπαϊκό έδαφος. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα δύσκολα για τον πληθυσμό της πόλης, ενώ πολλοί μαρτύρησαν για τη χριστιανική πίστη τους.Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 εξεγέρθηκε και η περιοχή του Διδυμοτείχου (το Διδυμότειχο ήταν τότε η μεγαλύτερη πόλη της Δυτικής Θράκης), αλλά η επανάσταση καταστάλθηκε γρήγορα στην περιοχή μετά την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Σαλτηκίου. Ακολούθησε η Δίωση του Διδυμοτείχου, όταν ο Τουρκικός όχλος υποστηριζόμενος από τις Οθωμανικές αρχές, πραγματοποίησε σφαγές και απαγχονισμούς Ελλήνων. Οι σφαγές αυτές προκάλεσαν την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της πόλης, καθώς οι περισσότεροι από όσους επέζησαν, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Επίσης, κατέρρευσε και η έως τότε κραταιά οικονομία της πόλης με τα εργαστήρια πηλοπλαστικής και τα μεταξουργεία.Τον Απρίλιο του 1828 ξεσπά ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και οι Ρώσοι φθάνουν στην περιοχή του Έβρου. Το τέλος του πολέμου σφραγίζεται με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829, με την οποία αναγνωρίζεται επίσημα η θρησκευτική ελευθερία του χριστιανικού πληθυσμού.
Το Διδυμότειχο απελευθερώθηκε και ενώθηκε επίσημα με την Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών τον Ιούλιο του 1920. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 στη Θράκη, οι εθνότητες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, παρά το διαφορετικό τους θρήσκευμα, διατήρησαν την ίδια εθνική ταυτότητα. Για αυτόν τον λόγο, η Συνθήκη τους καθορίζει ως μία μουσουλμανική μειονότητα ελληνικής εθνότητας, και όχι ως τρεις μουσουλμανικές μειονότητες (μια πομακική, μια τουρκική και μια τσιγγάνικη). Στο Διδυμότειχο οι περισσότεροι Διδυμοτειχίτες Τούρκοι μετακινήθηκαν ως πρόσφυγες στην Τουρκία κατά τους πολέμους της δεκαετίας 1910, στον Μεσοπόλεμο και κυρίως την δεκαετία του 1940 (γερμανική κατοχή και εμφύλιος). Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της μουσουλμανικής (θρησκευτικής) μειονότητας στο Διδυμότειχο είναι Ρομά. Οι Ρομά βρίσκονται στην πόλη από το 16ο αιώνα και στην πλειοψηφία τους ήταν μουσουλμάνοι και ανάμεσά τους υπήρχαν και λίγες χριστιανικές οικογένειες.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στο Διδυμότειχο πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη). Στην πόλη υπήρχε επίσης μια από τις αρχαιότερες εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδος. Στις 4 Μαΐου, 731 Εβραίοι του Διδυμοτείχου μεταφέρθηκαν στην Πολωνία όπου εξοντώθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές. Το 1985 πέθανε ο τελευταίος Εβραίος της πόλης και το 1987 διαλύθηκε επισήμως η Ισραηλιτική Κοινότητα του Διδυμοτείχου. Στην πόλη του Διδυμοτείχου η αρμενική κοινότητα εμφανίστηκε περί τον 18ο αιώνα και είναι παρούσα και στη σύγχρονη εποχή, ενταγμένη στην κοινωνία της πόλης.













To Αλατζά ή Σαντριβάν τζαμί
Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη το 1361 και το Διδυμότειχο έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Στην πόλη ο σουλτάνος Μουράτ Α' έκτισε τα ανάκτορα, ενώ στον Πύργο Ταραπχανέ, στο Κάστρο βρισκόταν ο αυτοκρατορικός θησαυρός.Στην πόλη υπήρχαν πολλά τεμένη και ιεροσπουδαστήρια τα περισσότερα από τα οποία κατεδαφίστηκαν τον 20ο αιώνα. Στην πόλη υπήρχε επίδραση των ετερόδοξων μουσουλμανικών κινημάτων και ιδιαίτερα των μπεκτασίδων όπου βρισκόντουσαν στην Θράκη και σε αυτό οφείλεται η ίδρυση των πολλών τεμένων (ως αντίδραση του ορθόδοξου σουνιτισμού). Το Τέμενος του Νασούχ Βέη ή Ιμαρέτ Τζαμισί βρισκόταν στην νότια πλευρά του παλαιού Διοικητηρίου και μαζί με τον μεντρεσέ σωζόταν μέχρι το 1912. Το μεστζίτ Κουρτ Μπέη, Ανκά-Ελ-Βασή και Χαράτς είναι τεμένη τα οποία μνημονεύονται από τον Οθωμανό περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή αλλά είναι άγνωστο με ποια τεμένη του 20ου αιώνα ταυτίζονταν. Το μεστζίτ Καραγκιόζ Μπέη βρισκόταν ψηλά στις πύλες της αγοράς ενώ το Καπουτζή μεζτζίτ πιθανολογείται ότι ταυτιζόταν με το τζαμί Κιοπρού (τζαμί της γέφυρας). Το Τατάρ Τζαμί βρισκόταν στην ομώνυμη συνοικία κοντά στο τεκέ του Τατάρ μπαμπά και σωζόταν σε καλή κατάσταση μέχρι τον μεσοπόλεμο. Το Ζιντζιρλή μεσζίτ βρισκόταν κοντά στο παλιό ηρώο. Το Αμπντάλ Τζιντί ή Απτάλ Τζουνειτ πιθανότατα ταυτίζεται με το Μπουντούρ Τζαμί το οποίο καταστράφηκε στην διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και ίχνη του σήμερα σώζονται νοτιοανατολικά τους πύργου της Βασιλοπούλας. Το Φεριντούν Αχμέτ Τζαμί βρίσκεται στην θέση του ζαχαροπλαστείου "Ελβετία" στην οδό Βενιζέλου. Το μεστζίτ του Ορούτς βρισκόταν μεταξύ παλαιάς λαχαναγοράς κοντά στο αρχαίο ναό του Αγίου Νικολάου και σωζόταν μέχρι τον μεσοπόλεμο ως χριστιανικό κατάστημα. Το Παζάρ-μπεϊλή ή Αλατζά τζαμί, γνωστό και ως Σαντριβάν ή Τσαρσί Τζαμί (Τέμενος της Αγοράς) βρίσκεται νοτιοανατολικά του Τεμένους Μεχμέτ Α' το οποίο από το 1936-7 μέχρι σήμερα αποτελεί το μοναδικό σε λειτουργία τζαμί του Διδυμοτείχου.






Πυροστιά
Η Πυροστιά είναι το Μαυσωλείο του Ορούτς Πασά (τουρμπές), ο τάφος του Ορούτς Πασά  και βρίσκεται πίσω από το σημερινό δημαρχείο του Διδυμοτείχου. Ο Ορούτς Πασάς ήταν στρατηγός του Οθωμανικού στρατού και είναι ο ιδρυτής των ομώνυμων λουτρών Λουτρών των Ψιθύρων. Η ταύτιση του μαυσωλείου με τον Ορούτς Πασά έγινε με το Σελχάνε, την επετηρίδα της αυτοκρατορικής διοίκησης της Αδριανούπολης του έτους 1892/93. Το μνημείο χρονολογείται από το 15ο αιώνα. Είναι ανοικτού τύπου και αποτελείται από ένα βάθρο με καμαροσκέπαστο θάλαμο όπου στο παρελθόν είχε πλινθόκτιστο θόλο ο οποίος έχει καταπέσει. Το 1989 βρέθηκε σε κρύπτη σκελετός άνδρα χωρισμένος στα δύο. Η ταφή με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αντικρίζει το σώμα ο ήλιος υπόδειξε ότι πρόκειται για μουσουλμανική ταφή.


                                                   Παρεκκλήσι Αγίου Νικολάου


                                                       Πύργος Της Βασιλοπούλας

Ο γνωστός  πύργος της Βασιλοπούλας όπως και άλλοι πύργοι, φέρουν το μονόγραμμα – σημάδι του Κάστρου, που παλαιότερα θεωρούνταν ως το Χριστόγραμμα. Όμως ως γνωστόν το μονόγραμμα του Χριστού, αποτελείται από συνδυασμό των γραμμάτων Χ-Ρ, ενώ το συγκεκριμένο μονόγραμμα επί των τειχών, αποτελεί συνδυασμό των Τ-Χ-Ρ-S, που το κάνει ξεχωριστό.

Το ίδιο σημάδι φέρουν εγχάρακτο, τουλάχιστον 7 από τους σωζόμενους πύργους του Κάστρου, οι οποίοι βρίσκονται κυρίως στην ανατολική και στην βορειοανατολική πλευρά του.Το σήμα κατατεθέν του Βυζαντινού οχυρού – μονόγραμμα αποδίδεται ως οικόσημο στους Ταρχανειώτες, τη γνωστή Βυζαντινή οικογένεια από την οποία προήλθαν επιφανείς στρατιωτικοί και αριστοκράτες, στενοί συγγενείς των οικογενειών αυτοκρατόρων. Το όνομα τους προερχόταν πιθανότατα, από τον τόπο καταγωγής τους, τον οικισμό Ταρχάνειον κοντά στα Κύψελα (σημερινά Ύψαλα) της Ανατολικής Θράκης. Οι Ταρχανειώτες κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην κρατική ιεραρχία και κατά καιρούς διατέλεσαν επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα του βυζαντινού κράτους. 

Μεγαλύτερη ακμή γνώρισε η οικογένεια τους τον 13ο αιώνα, μετά τη σύναψη επιγαμίας με τον οίκο των Παλαιολόγων. Τότε κατ’ εντολή του εκ Διδυμοτείχου αυτοκράτορα της Νικαίας, Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, ο Μέγας Δομέστικος Νικηφόρος Ταρχανειώτης νυμφεύθηκε τη Μαρία Παλαιολογίνα, μεγαλύτερη αδελφή του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου ο οποίος αργότερα (1261) ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους. Δισέγγονος του Νικηφόρου Ταρχανειώτη επίσης, ήταν ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός ο οποίος στέφθηκε στο Κάστρο του Διδυμοτείχου, στις 26 Οκτωβρίου 1341 (εορτή Αγίου Δημητρίου).Η εμφανέστατη παρουσία του μονογράμματος των Ταρχανειωτών στο Κάστρο του Διδυμοτείχου, αποδίδεται στους παρακάτω:

    Στον Πρωτοστράτορα (Αρχηγό του Στρατού) Μιχαήλ Δούκα Γλαβά Ταρχανειώτη (1235-1304), ο οποίος από το 1292 είχε αναλάβει τη διοίκηση του θέματος της Θράκης και το 1303 πραγματοποίησε εκτεταμένες επισκευές των τειχών σε οχυρά της Θράκης. Επίσης πολέμησε υπό τον Μιχαήλ Η΄ και τον Ανδρόνικο Β΄ εναντίον των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Ανδεγαυών. Ο ίδιος ήταν κτήτορας της Μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη όπου ετάφη, καθώς και χορηγός των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης.

     Στον Πρωτοστράτορα Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη, ο οποίος διετέλεσε Στρατιωτικός Διοικητής του Διδυμοτείχου.  Ήταν έμπιστος συνεργάτης και συγγενής του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού όταν εκείνος στέφθηκε στο Διδυμότειχο. Ως Πρωτοστράτορας ηγήθηκε των βυζαντινών στρατευμάτων εναντίον των Γενουατών στις 28 Ιουλίου 1351 στη Μάχη του Γαλατά, ως διοικητής του αυτοκρατορικού ναυτικού. Το 1351-52 ως «άρχοντας» του Διδυμοτείχου πραγματοποίησε ενίσχυση – ανοικοδόμηση των τειχών του Κάστρου.

   Στον Στρατηγό Μανουήλ Ταρχανειώτη, έναν από τους τέσσερις διοικητές ιππικού του Διδυμοτείχου, έμπιστο στρατιωτικό αρχηγό του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού κατά τη διαμονή του στο Διδυμότειχο. Όπως αναφέρεται στα ιστορικά κείμενα πως το Μάρτιου του 1342 κατά την αναχώρηση του Καντακουζηνού για τη Θεσσαλονίκη: «Ο Καντακουζηνός άφησε στο Διδυμότειχο τη σύζυγό του Ειρήνη, τις τρεις θυγατέρες του και τον Νικηφόρο Δούκα, 1.000 ιππείς με αρχηγούς τον Μανουήλ Ταρχανειώτη, τον Γεώργιο Φακρασή, τον πριμικήριο της αυλής Ιωάννη Παλαιολόγο και τον Γεώργιο Γλαβά, ενώ διόρισε οκτώ άρχοντες (ο καθένας τους διοικούσε 1.000 τοξότες) στη συνοικία εκτός των τειχών και γενικό αρχηγό τον Μανουήλ Ασάνη».



       Στον ίδιο τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, δισέγγονο του Νικηφόρου Ταρχανειώτη, που το 1347 ο ανήλθε στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ από το 1341 είχε αυτοαναγορευθεί αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο. Τότε στο πλευρό του συντάχθηκαν πολλά μέλη της οικογένειας των Ταρχανειωτών, και λόγω της συγγένειάς τους. Είναι πλέον διαπιστωμένο πως ο ίδιος χρησιμοποιούσε και το προσωνύμιο «Ταρχανειώτης», αναφερόταν επανειλημμένα σε αυτή την καταγωγή του και σε χειρόγραφο της Μονής Βατοπεδίου, εμφανίζεται με το μονόγραμμα του Ταρχανειώτη. Επισημαίνεται ότι ο Καντακουζηνός κατασκεύασε στην περιοχή, το περίφημο Κάστρο του Πυθίου (Εμπύθιον) ως αυτοκρατορική κατοικία. Ενδεχομένως εξ ονόματός του να έγιναν και οι ανοικοδομήσεις των τειχών του Κάστρου Διδυμοτείχου στα μέσα του 14ου αιώνα. Το γεγονός μπορεί να συνδυαστεί και με την παρουσία του κεραμοπλαστικού σχεδίου «Δέντρο της Ζωής» σε πύργο της νότιας πλευράς, έμπροσθεν του Μητροπολιτικού ναού Αγίου Αθανασίου Διδυμοτείχου, που για πολλούς μελετητές αποτελούσε σήμα των Καντακουζηνών. Πέραν των παραπάνω και ασχέτως εάν εξακριβωθεί για ποιον «Ταρχανειώτη» τω γένος χαράχθηκε το μονόγραμμα στο Κάστρο, το κοινώς αποδεκτό πλέον είναι ότι όντως το μονόγραμμα των Ταρχανειωτών κοσμεί όχι έναν, αλλά τουλάχιστον επτά πύργους του Διδυμοτείχου, κάνοντας το έτσι «σήμα κατατεθέν» του Κάστρου. Το ότι δεν υπάρχει άλλο οχυρό αυτής της περιόδου, που να φέρει σε τέτοια έκταση το οικόσημο της Βυζαντινής οικογένειας των επιφανών στρατιωτικών και αριστοκρατών, σηματοδοτεί το μονόγραμμα του «Ταρχανειώτη», ως έμβλημα του Διδυμοτείχου γενικά.

Σύμφωνα με τον θρύλο και τις παραδόσεις, κατά την πολιορκία του Διδυμοτείχου από τους Τούρκους, ο βασιλιάς βγήκε από την πόλη για κυνήγι. Οι Τούρκοι το έμαθαν και το εκμεταλλεύτηκαν για να καταλάβουν το απόρθητο κάστρο. Έντυσαν έναν ελληνομαθή νεαρό Τούρκο ως μοναχό, ο οποίος στάθηκε μπροστά στην δυτική πύλη και ζήτησε από τη βασιλοπούλα να του ανοίξει τις πύλες για να προσευχηθεί μέσα στο κάστρο. Οι Τούρκοι, κρυμμένοι όπως ήταν στο δάσος, εκμεταλλεύτηκαν την ανταπόκριση της βασιλοπούλας και όρμησαν στις ανοιχτές θύρες. 
Η βασιλοπούλα αντιλαμβάνοντας το μεγάλο της λάθος, ανέβηκε στον ψηλότερο πύργο του κάστρου και αυτοκτόνησε, πηδώντας από εκεί.
Κάποιοι ευγενείς που σώθηκαν από την σφαγή έσπευσαν στο κατάλυμα του αυτοκράτορα για να του αναγγείλουν την άλωση. Τον βρήκαν κατά την προετοιμασία του γεύματος και καθώς εκείνος δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί τέτοιο νέο είπε: "Εάν σηκωθεί από την χύτρα αυτός ο πετεινός και λαλήσει, τότε θα πιστέψω ότι η πόλη κυριεύτηκε".
Έτσι κι έγινε. Ο πετεινός σηκώθηκε, λάλησε και ο βασιλιάς πείστηκε.
Σύμφωνα με το μύθο λέγεται ότι κάτω από τον στρογγυλό πύργο της νοτιοανατολικής γωνίας του κάστρου υπάρχει ο τάφος της άτυχης κόρης, ενώ επάνω στο βράχο ή στο μαρμάρινο δάπεδο του προσκυνήματος διακρίνονταν τα αποτυπώματα των χεριών της.
Μέχρι προσφάτως στο σημείο αυτό υπήρχε λατρευτικός οικισμός όπου προσέρχονταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι και άναβαν κερί για τη βασιλοπούλα.






Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου 
 Η σημερινή Αρμένικη εκκλησία είναι χτισμένη το διάστημα 1815-31 και ονομάζεται στην Αρμένικη γλώσσα ως Σουρπ Κεβόρκ (ή γνωστή ως η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου) είναι κτισμένη πάνω στο Βυζαντινό ναό του Αγ. Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου το 1341 στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός.


                                                       Προσκυνητάρι Αγίου Δημητρίου

Ο Άγιος Δημήτριος τιμάται σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο και βεβαίως τιμάται και στο Διδυμότειχο. Είναι σε όλους γνωστό το προσκυνητάρι του αγίου το οποίο βρίσκεται επάνω στο κάστρο και κοντά στις πύλες της γέφυρας. Εκεί κάθε χρόνο διαβάζονται οι ακολουθίες του αγίου και γίνεται το λεγόμενο κουρμπάνι (ζωοθυσία) των πετεινών. Δηλαδή οι προσκυνητές θυσιάζουν κοκόρια προς τιμήν του Μυροβλύτη Μεγαλομάρτυρα. Η ημέρα αυτή όμως για το Διδυμότειχο έχει και ιστορική αξία καθώς στις 26 Οκτωβρίου 1341, στέφθηκε στο Διδυμότειχο συναυτοκράτορας των Ρωμαίων  (Ρωμανίας/Βυζαντίου) ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός.




                                                        Nαός της Αγίας Αικατερίνης
Ο Nαός της Αγίας Αικατερίνης βρίσκεται εντός του βυζαντινού κάστρου του Διδυμοτείχου. Παλιότερα αποτελούσε ταφικό παρεκκλήσι που χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Το οικοδόμημα συνδέεται με την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά χριστιανικά μνημεία της περιοχής.
 



                                                                   Η Αγία Πέτρα
 Η Πλωτινούπολη ήταν μια πόλη (μέχρι τον 7ο αιώνα) που βρισκόταν κοντά στη σημερινή πόλη του Διδυμότειχου, σε έναν λόφο που σήμερα ονομάζεται Αγία Πέτρα.
Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της ευρύτερης περιοχής αποτελεί η Χρυσή Προτομή: Κατά το έτος 1965 στρατιώτες, οι οποίοι έσκαβαν χαρακώματα, βρήκαν τυχαία χρυσή προτομή γενειοφόρου άνδρα με κοσμημένο θώρακα. Το μέγεθος της προτομής είναι κατά τι μικρότερο του κανονικού, συνολικού ύψους 26 cm. Φέρει τριγωνική οπή και παραμόρφωση στην αριστερή παρειά του προσώπου, η οποία προήλθε από κτύπημα σκαπάνης. Πρόκειται για ένα έργο σφυρήλατο, από χρυσό, και βάρους περίπου 1 kg. Η προτομή αυτή απεικονίζει τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο (191-221 μ.Χ.). Η προτομή αυτή σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κομοτηνής και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου. Η προτομή χρονολογείται στη Ρωμαϊκή περίοδο (τέλη 2ου αι. μ.Χ. - αρχές 3ου αι. μ.Χ.).




                                                           Σιδηροδρομικός Σταθμός 



Κάπου ήσυχα...






 Η Σοφία Βέμπο γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 με το όνομα Έφη Μπέμπο.


Ναός Παναγίας Ελευθερώτριας
Το πλάτος του ναού είναι 28μ., το μήκος .42μ., και το ύψος 35μ., ενώ το κωδωνοστάσιο έχει 33 μ. υψος. Ο ναός έχει βυζαντινό ρυθμό, την σχεδίαση την έκανε ο καθηγητής του Αριστοτέλειου πανσπιστημίου κ. Νικόλαος Μουτσόπουλος, την επίβλεψη των έργων έκανε ο πολιτικός μηχανικός και μετέπειτα δήμαρχος της πόλης κ. Χρήστος Τοκαμάνης. Το επιχρυσωμένο τέμπλο του μοναδικού στην Ελλάδα έχει μήκος 30μ. και ύψος 5,5μ..
Οι τοιχογραφίες έγιναν διάχειρός Ιωάννου Σαρσάκη και των βοηθών αυτού, Γεωργίας Νταλαγιώργου, Ιωάννου Καμπασακη και Χρήστου Σαρσάκη.
Τα ψηφιδωτά στον τρούλο από τον Παύλο Σαρφάτη, ενώ οι ψηφίδες είναι φερμένες από το Μουράνο της Ιταλίας. Το τέμπλο κατασκεύασε ο Αμανατίδης Παντελεήμων ενώ η χρύσωση έγινε από ειδικούς τεχνίτες από το Ιάσιο της Ρουμανίας.

O ανδριάντας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου στην Ελευθερώτρια

 Ο Κωνσταντίνος ΙΑ'  Δραγάσης Παλαιολόγος (8 Φεβρουαρίου 1405 - 29 Μαΐου 1453) ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Μετά το θάνατό του, έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς", που θα ξυπνήσει και θα ανακτήσει την Αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς. Ο θάνατός του σηματοδότησε το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε συνεχιστεί στην Ανατολή για 977 χρόνια μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1405 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς. Υπεραγαπούσε τη μητέρα του και πρόσθεσε το επώνυμό της (Δραγάση) δίπλα στο δικό του, όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ήταν ο νεότερος αδελφός του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και του Θεόδωρου Β´ Παλαιολόγου, δεσπότη του ΜυστράΣυχνά αναφέρεται ως πορφυρογέννητος· ελάχιστα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του στην Κωνσταντινούπολη.


Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πρώην Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος κυρός Ιωακείμ. (1881-1965)




                   Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηρακλείας κυρός Φιλάρετος. (1850-1933)




Τέμενος Μεχμέτ Α'
Το Τέμενος Μεχμέτ ή Τέμενος Βαγιαζήτ είναι μουσουλμανικό τζαμί στο Διδυμότειχο που ολοκληρώθηκε επί σουλτάνου Μεχμέτ Α' (1413-1421) και εγκαινιάστηκε το 1420. Έχει χαρακτηρισθεί από τη γενική γραμματέα πολιτισμού της Ελλάδας, Λίνα Μενδώνη, ως το σημαντικότερο ισλαμικό μνημείο της Ευρώπης.

Το τέμενος έχει τετράγωνη κάτοψη με 30 περίπου μέτρα η κάθε πλευρά, έχοντας δηλαδή έκταση 900 m2. Το πάχος των περιμετρικών τοίχων είναι στα 2,50 μέτρα περίπου. Τέσσερις ογκώδεις πεσσοί διαμορφώνουν εσωτερικά έναν κεντρικό τετράπλευρο και τέσσερις επιμήκεις χώρους γύρω από αυτό. Το τζαμί είναι κτισμένο με χυτή τοιχοποιία. Στην πρόσοψη συνδυάζεται με χαλαρό σύστημα τοιχοποιίας. Το κεντρικό τετράπλευρο αποτελεί την τετραγωνική κύρια αίθουσα προσευχής. Ο φωτισμός εξασφαλίζεται από δύο σειρές παραθύρων, μια στο ύψος του δαπέδου και μια ψηλότερα. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά. Η κεντρική είσοδος πλαισιώνεται από έναν εντυπωσιακό πυλώνα που διακόπτει το στιβαρό και αδιάρθρωτο όγκο της εξωτερικής όψης. Δύο πλευρικές είσοδοι βρίσκονται από μια στην ανατολική και δυτική πλευρά. Εξωτερικά κοσμείται από έναν ενιαίο κυλινδρικό μιναρέ, ύψους 22 μέτρων, στη νοτιοανατολική γωνία, ο οποίος είναι ενσωματωμένος στο περίγραμμα του κτιρίου, αλλά με δική του εξωτερική είσοδο. Αρχικά ο μιναρές είχε έναν εξώστη. Το 1913 ανακατασκευάστηκε το ανώτερο τμήμα του μιναρέ που είχε γκρεμιστεί και προστέθηκε δεύτερος εξώστης, ψηλότερα από τον πρώτο. Η στέγη του τεμένους είναι πυραμιδοειδής εξωτερικά (τετράκλιτη), ενώ εσωτερικά υπάρχει θολωτή ψευδοροφή. Εξωτερικά η στέγη ήταν καλυμμένη από φύλλα μολύβδου. Ο εσωτερικός διάκοσμος του νότιου τοίχου αναπαριστά την ουράνια πόλη. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με καλλιγραφικά γράμματα, ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, μικρές προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων.
Στο εσωτερικό του τεμένους υπάρχει διακοσμητικός ξύλινος θόλος φτιαγμένος από μικρές σανίδες δρύινου ξύλου, του 14ου αιώνα. Πάνω από το ιερό (μιχράμπ) το οποίο βρίσκεται στο νότιο τείχος απεικονίζεται η ουράνια πόλη ενώ οι υπόλοιποι τοίχοι και κολώνες είναι διακοσμημένες με γνωμικά από το Κοράνι και παρακλητικά κείμενα στον Αλλάχ, σε καλλιγραφική μορφή.
Η ανέγερση του τέμενους Βαγιαζήτ ξεκίνησε επί Βαγιαζήτ Α΄ (1389–1402), αλλά διακόπηκε λόγω της τουρκικής ήττας και του θανάτου του Βαγιαζήτ στη Μάχη της Άγκυρας το 1402 και της ταραγμένης περιόδου που ακολούθησε. Η κατασκευή ξαναξεκίνησε επί του γιου του Βαγιαζήτ Μεχμέτ Α΄ (1413–1421) και εγκαινιάστηκε το Μάρτιο του 1420. Την οικοδόμησή του, ανέλαβε ο Καδής του Διδυμοτείχου Σεγίντ Αλί και το τζαμί το έκτισε ο Ντογκάν Μπιν Αμπντουλάχ με μηχανικό τον Ιβάζ Μπιν Μπαγεζίντ. Οι τοίχοι του κτιρίου έχουν πάχος περίπου 2,50 μ. και η κύρια είσοδος είναι στην νότια πλευρά. Στην νοτιοανατολική πλευρά βρίσκεται ο επιβλητικός μιναρές ο οποίος αρχικά είχε έναν εξώστη. Το 1913 οι Τούρκοι πρόσθεσαν δεύτερο εξώστη, ψηλότερα από τον πρώτο ξανακτίζοντας το πάνω μέρος του μιναρέ, το οποίο είχε καταρρεύσει.
 Το τέμενος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ισλαμικά μνημεία στην Ευρώπη. Αναφέρεται και ως το μεγαλύτερο σε έκταση (σχεδόν ενός στρέμματος) στο χώρο των Βαλκανίων. Το τέμενος βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Διδυμότειχου και είναι κηρυγμένο ως διατηρητέο από το 1946. Η αρχική στέγη του μνημείου (του 14ου αιώνα) είναι κατασκευασμένη από ξύλο βελανιδιάς και διατηρείται μέχρι σήμερα, θεωρείται δε από τα σημαντικότερα μνημεία από ξύλο στον κόσμο. Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της στέγης είναι ότι είναι τριγωνική (σε αντίθεση με άλλα Οθωμανικά τεμένη που η στέγη αποτελείται από τρούλους) και έχει τεχνοτροπία αρχιτεκτονικής των Σελτζούκων. Η ιδιαιτερότητα της στέγης (σύμφωνα με τους μελετητές του μνημείου), ίσως να οφείλεται σε αλλαγή του αρχικού σχεδίου κατασκευής μετά τον θάνατο του σουλτάνου. Σύμφωνα με το πάχος των τοίχων, ίσως αρχικά στο σχέδιο ήταν να μπουν δύο κεντρικοί θόλοι στον άξονα της εισόδου και άλλοι δύο σκαφοειδείς θόλοι εκατέρωθεν. Κατά τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή το 16ο αιώνα, η ανέγερση καθυστέρησε λόγω της επέλασης των Μογγόλων στην Μικρά Ασία, η οποία δημιούργησε προβλήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.Το μνημείο έχει επίσης μοναδική αξία λόγω της τοιχογραφίας με την ουράνια πόλη (στο ισλάμ δεν επιτρέπονται γραφικές αναπαραστάσεις) 
Το μνημείο βρίσκεται υπό κατάρρευση αλλά από το 1969 έχουν ξεκινήσει ορισμένα σωστικά μέτρα. Κατά την διάρκεια του Β' Παγκομίου Πολέμου αφαιρέθηκαν μολύβδινα φύλλα από την στέγη και το 1969 στην θέση τους μπήκαν λαμαρίνες. Το 1970 μετά από έντονα καιρικά φαινόμενα κατέρρευσε μέρος του επιβλητικού κυλινδρικού μιναρέ. Το Υπουργείο Πολιτισμού, την περίοδο 1998-1999 κάλυψε την οροφή με πλαστική μεμβράνη ώστε να προστατευτεί το μνημείο από τις βροχές. Το 2008 κατέρρευσε μέρος του μιναρέ και έσχισε την προστατευτική πλαστική μεμβράνη της οροφής. Το τζαμί σήμερα συντηρείται - ανακαινίζεται από σχετικές δράσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς υπάρχουν ρηγματώσεις, αποκλίσεις, ανάπτυξη μούχλας λόγω γήρανσης υλικών, σεισμικές καταπονήσεις και επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Την Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010 το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφάσισε την αξιοποίηση του τεμένους και οι επισκευές θα γίνουν από την Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Η αναστήλωση θα χρηματοδοτηθεί από τα Ευρωπαϊκά Κονδύλια του ΕΣΠΑ.
Στις 22 Μαρτίου 2017, μεγάλο μέρος της οροφής αλλά και του κτιρίου του τεμένους καταστράφηκε από πυρκαγιά.



                                                            Στους...Ψαράδες του Διδυμοτείχου



















(πηγές:  https://el.wikipedia.org, https://kastropolites.com, https://www.didymoteicho.gr)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πουρπούρης 2018, Ισαάκιο

Πεντάλοφος Βοΐου